ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epeisagogimos
|Transliteration C=epeisagogimos
|Beta Code=e)peisagw/gimos
|Beta Code=e)peisagw/gimos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brought in</b> from abroad, <b class="b3">τὰ ἐ</b>. [[imported]] wares, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 370e</span>.</span>
|Definition=ἐπεισαγώγιμον, [[brought in]] from [[abroad]], [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] = [[imported]] [[ware]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 370e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., [[Waareneinfuhr]], Plat. Rep. II, 370 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu'on importe ; [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] PLAT [[les objets d'importation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] Plat. [[ввозные товары]];<br /><b class="num">2</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισᾰγώγιμος''': -ον, ἐπὶ προϊόντων [[ἔξωθεν]] εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, [[σχεδόν]] τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
|lstext='''ἐπεισᾰγώγιμος''': -ον, ἐπὶ προϊόντων [[ἔξωθεν]] εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, [[σχεδόν]] τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> ввозимый, привозной ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> поступающий извне ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иноземный, чужой ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγώγιμος Medium diacritics: ἐπεισαγώγιμος Low diacritics: επεισαγώγιμος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: epeisagṓgimos Transliteration B: epeisagōgimos Transliteration C: epeisagogimos Beta Code: e)peisagw/gimos

English (LSJ)

ἐπεισαγώγιμον, brought in from abroad, τὰ ἐπεισαγώγιμα = imported wares, Pl.R. 370e.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισᾰγώγιμος:
1 ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2 поступающий извне (θερμότης Arst.);
3 иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.

Greek Monolingual

ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.