ἐπιτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitrochalos
|Transliteration C=epitrochalos
|Beta Code=e)pitro/xalos
|Beta Code=e)pitro/xalos
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">on, quickly passing, 'tripping'</b>, χρόνοι <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>18</span> : metaph., [[glib]], [[flowing]], ῥύσις τῆς λέξεως <span class="bibl">Id.<span class="title">Dem.</span>40</span>.</span>
|Definition=[[on]], [[quickly passing]], '[[tripping]]', χρόνοι [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''18: metaph., [[glib]], [[flowing]], ῥύσις τῆς λέξεως Id.''Dem.''40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρόχᾰλος Medium diacritics: ἐπιτρόχαλος Low diacritics: επιτρόχαλος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: epitróchalos Transliteration B: epitrochalos Transliteration C: epitrochalos Beta Code: e)pitro/xalos

English (LSJ)

on, quickly passing, 'tripping', χρόνοι D.H.Comp.18: metaph., glib, flowing, ῥύσις τῆς λέξεως Id.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou coule rapidement.
Étymologie: ἐπί, τρόχαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρόχᾰλος: -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, γοργός, οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., ταχύς, ταχέως ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ ταχέως».

Greek Monolingual

ἐπιτρόχαλος, -ον (Α)
1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)
2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτηταἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτρόχαλον
πυκνῶς καὶ ταχέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τροχαλός (< τροχός)].