εὐκοινώνητος: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkoinonitos | |Transliteration C=efkoinonitos | ||
|Beta Code=eu)koinw/nhtos | |Beta Code=eu)koinw/nhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκοινώνητον, [[easy to deal with]], εἰς χρήματα [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1121a4, cf. Them.''Or.''22.269c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui se prête à des relations]], [[qui communique volontiers]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[accommodant]], [[sociable]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κοινωνέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκοινώνητος:''' [[с которым хорошо иметь дело]], [[охотно оказывающий поддержку]]: εὐ. ἐστὶν ὁ [[ἐλευθέριος]] εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | |lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), αυτός με τον οποίο εύκολα [[κάποιος]] συναλλάσεται, σε Αριστ. | |lsmtext='''εὐκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), αυτός με τον οποίο εύκολα [[κάποιος]] συναλλάσεται, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-κοινώνητος, ον [[κοινωνέω]]<br />[[easy]] to [[deal]] with, Arist. | |mdlsjtxt=εὐ-κοινώνητος, ον [[κοινωνέω]]<br />[[easy]] to [[deal]] with, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκοινώνητον, easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοινώνητος: с которым хорошо иметь дело, охотно оказывающий поддержку: εὐ. ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα Arst. щедрый в денежных делах - хороший товарищ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].
Greek Monotonic
εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.