μελανόζυξ: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melanozyks | |Transliteration C=melanozyks | ||
|Beta Code=melano/zuc | |Beta Code=melano/zuc | ||
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, lit. | |Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, lit. [[black benched]], i.e. manned with swarthy (Egyptian) rowers, μ. ἄτα A.''Supp.''530 (lyr.).[accentuation edited HD] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] υγος, [[ναῦς]], ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] υγος, [[ναῦς]], ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br />[[aux noirs bancs de rameurs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[ζυγόν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελᾰνόζυξ:''' ῠγος adj. с черными скамьями для гребцов (''[[sc.]]'' [[ναῦς]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. [[πλοῖον]] μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελάμπους]], [[μελανοσυρμαῖος]]. | |lstext='''μελᾰνόζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. [[πλοῖον]] μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[μελάμπους]], [[μελανοσυρμαῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε [[μέσα]] στη [[λίμνη]] τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. [[πλοίο]] με μαύρους κωπηλάτες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]], [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελανόζυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε [[μέσα]] στη [[λίμνη]] τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. [[πλοίο]] με μαύρους κωπηλάτες, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]], [[πρβλ]]. [[ομόζυξ]], [[σύζυξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, lit. black benched, i.e. manned with swarthy (Egyptian) rowers, μ. ἄτα A.Supp.530 (lyr.).[accentuation edited HD]
German (Pape)
[Seite 119] υγος, ναῦς, ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
aux noirs bancs de rameurs.
Étymologie: μέλας, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόζυξ: ῠγος adj. с черными скамьями для гребцов (sc. ναῦς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 530, μελανόζυγ’ ἄταν, ὄλεθρον μὲ μέλανα θρανία, δηλαδ. πλοῖον μὲ μέλανας (Αἰγυπτίους) ἐρέτας, πρβλ. 719, 745, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελάμπους, μελανοσυρμαῖος.
Greek Monolingual
μελανόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μαύρα έδρανα («λίμνᾳ δ' ἔμβαλε πορφυροειδῆ τὰν μελανόζυγ' ἄταν» — οδήγησε μέσα στη λίμνη τον όλεθρο με τα μαύρα έδρανα, δηλ. πλοίο με μαύρους κωπηλάτες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ζυξ (< ζεύγνυμι, πρβλ. ομόζυξ, σύζυξ].