ἀνδραχθής: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andrachthis | |Transliteration C=andrachthis | ||
|Beta Code=a)ndraxqh/s | |Beta Code=a)ndraxqh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνδραχθές, [[loading a man]], [[as much as a man can carry]], χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui suffit pour la charge d'un homme]], [[équivalent à la charge d'un homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδραχθής:''' весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδραχθής:''' -ές ([[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, [[τόσος]] όσος μπορεί να κουβαλήσει [[ένας]] [[άνδρας]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀνδραχθής:''' -ές ([[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, [[τόσος]] όσος μπορεί να κουβαλήσει [[ένας]] [[άνδρας]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]<br />loading a man, as [[much]] as a man can [[carry]], Od. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]<br />loading a man, as [[much]] as a man can [[carry]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνδραχθές, loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.
Spanish (DGE)
-ές
del peso máximo que puede coger un hombre χερμάδια Od.10.121, γόγγροι Eudox.Fr.318, βώλακες A.R.3.1334.
German (Pape)
[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, ἄχθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδραχθής: весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.
English (Autenrieth)
ές (ἄχθος): man-burdening (heavy for a man to carry), ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν, Od. 10.121†.
Greek Monolingual
ἀνδραχθής, -ές (Α)
(για πράγματα)
1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα
2. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀνδραχθής: -ές (ἀνήρ, ἄχθος), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, τόσος όσος μπορεί να κουβαλήσει ένας άνδρας, σε Ομήρ. Οδ.