νησαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nisaios
|Transliteration C=nisaios
|Beta Code=nhsai=os
|Beta Code=nhsai=os
|Definition=α, Ion. η, ον, [[insular]], [[χώρα]], [[πόλις]], <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>188</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Ion</span> 1583</span>; ὄρνιθες <span class="bibl">Arat.982</span>; πορθμός <span class="title">AP</span>9.242 (Antiphil.).
|Definition=α, Ion. η, ον, [[insular]], [[χώρα]], [[πόλις]], E.''Tr.''188 (lyr.), ''Ion'' 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός ''AP''9.242 (Antiphil.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />d'île, insulaire.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
|btext=α, ον :<br />[[d'île]], [[insulaire]].<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zur [[Insel]] [[gehörig]], auf einer [[Insel]]</i>; [[χώρα]], [[πόλις]], ὄρη, Eur. <i>[[Troad]]</i>. 188, <i>Ion</i> 1583, <i>I.A</i>. 203; [[πορθμός]], Antiphil. 41 (IX.242); [[Κύζικος]], Eryc. 12 (VII.368); [[λίθος]], Hesych. – Auch Conj. für [[νησσαῖος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησαῖος Medium diacritics: νησαῖος Low diacritics: νησαίος Capitals: ΝΗΣΑΙΟΣ
Transliteration A: nēsaîos Transliteration B: nēsaios Transliteration C: nisaios Beta Code: nhsai=os

English (LSJ)

α, Ion. η, ον, insular, χώρα, πόλις, E.Tr.188 (lyr.), Ion 1583; ὄρνιθες Arat.982; πορθμός AP9.242 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.

German (Pape)

zur Insel gehörig, auf einer Insel; χώρα, πόλις, ὄρη, Eur. Troad. 188, Ion 1583, I.A. 203; πορθμός, Antiphil. 41 (IX.242); Κύζικος, Eryc. 12 (VII.368); λίθος, Hesych. – Auch Conj. für νησσαῖος.

Russian (Dvoretsky)

νησαῖος: островной (πόλις, ὄρη Eur.; πορθμός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νησαῖος: α, Ἰων. η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς νῆσον, νησιωτικός, χώρα, πόλις Εὐρ. Τρῳ. 188, Ἴων 1583· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ὡς ὄνομα Νηρηΐδος, Νησαίη.

Greek Monolingual

νησαῖος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)
1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίη
μία από τις Νηρηίδες
3. φρ. «Νησαῖον πεδίον» — πεδιάδα της Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι της αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].

Greek Monotonic

νησαῖος: -α, Ιων. -η, -ον, αυτός που ανήκει σε νησί, νησιωτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

of an island, insular, Eur.

English (Woodhouse)

of an island

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)