δολιχόουρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dolichoouros
|Transliteration C=dolichoouros
|Beta Code=dolixo/ouros
|Beta Code=dolixo/ouros
|Definition=or δολίχ-ουρος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">long-tailed:</b> metaph. of verses with a syll. redundant (as <span class="bibl">Od.5.231</span>), Sch.Heph.<span class="bibl">p.290C.</span>, <span class="bibl">Eust.12.33</span>.</span>
|Definition=or [[δολίχουρος]], ον, long-tailed: metaph. of verses with a [[syllable]] redundant (as Od.5.231), Sch.Heph.p.290C., Eust.12.33.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δολίχουρ- Eust.12.34<br />[[de larga cola]], fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. <i>Il</i>.3.237, <i>Od</i>.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.<i>Ex</i>.42.18L.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0654.png Seite 654]] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόουρος:''' и [[δολιχοῦρος]] ὁ стих. долихур, «[[долгохвост]]» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δολῐχόουρος''': ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. [[μείουρος]].
|lstext='''δολῐχόουρος''': ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. [[μείουρος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δολίχουρ- Eust.12.34<br />[[de larga cola]], fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. <i>Il</i>.3.237, <i>Od</i>.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.<i>Ex</i>.42.18L.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῡρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
|mltxt=ο (AM [[δολιχόουρος]], -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῦρος, -ον)<br /><b>(μετρ.)</b> (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο [[τέλος]] μια [[συλλαβή]] [[παραπάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] [[ουρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόουρος:''' и [[δολιχοῦρος]] ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόουρος Medium diacritics: δολιχόουρος Low diacritics: δολιχόουρος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΟΥΡΟΣ
Transliteration A: dolichóouros Transliteration B: dolichoouros Transliteration C: dolichoouros Beta Code: dolixo/ouros

English (LSJ)

or δολίχουρος, ον, long-tailed: metaph. of verses with a syllable redundant (as Od.5.231), Sch.Heph.p.290C., Eust.12.33.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. δολίχουρ- Eust.12.34
de larga cola, fig. en métr. del hexámetro cuyo último pie tiene una sílaba más (cf. Il.3.237, Od.5.231, 9.347), Sch.Heph.p.290.1, Eust.l.c., Tz.Ex.42.18L.

German (Pape)

[Seite 654] langschwänzig; von Versen, die am Ende eine Sylbe zu viel haben, Eust. Vgl. μείουρος.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόουρος: и δολιχοῦρος ὁ стих. долихур, «долгохвост» (гексаметр, оканчивающийся дактилем).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόουρος: ἢ δολίχουρος, ον, ὁ ἔχων μακρὰν οὐράν, μεταφ. ἐπὶ στίχων ὑπερμέτρων, ἐχόντων μίαν συλλαβὴν πλεονάζουσαν, ὡς Ὀδ. Ε. 231· πρβλ. μείουρος.

Greek Monolingual

ο (AM δολιχόουρος, -ον και δολίχουρος, -ον και δολιχοῦρος, -ον)
(μετρ.) (για εξάμετρο στίχο) αυτός που έχει στο τέλος μια συλλαβή παραπάνω
αρχ.
αυτός που έχει μακριά ουρά.