ματαιοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mataioponos
|Transliteration C=mataioponos
|Beta Code=mataiopo/nos
|Beta Code=mataiopo/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">labouring in vain</b>, τεχνίτης <span class="bibl">Ph.2.500</span>; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>5.5</span>, cf. <span class="bibl">Apollon.Cit. 3</span>.</span>
|Definition=ματαιοπόνον, [[labouring in vain]], τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.''UP''5.5, cf. Apollon.Cit. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui se donne une peine inutile]].<br />'''Étymologie:''' [[μάταιος]], [[πένομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''μᾰταιοπόνος''': -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, [[ματαιοκόπος]], Φίλων 2.500.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[εργοπόνος]], [[οφθαλμοπόνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπόνος:''' -ον, αυτός που εργάζεται [[μάταια]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], σε Φίλωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰταιο-[[πόνος]], ον<br />labouring in [[vain]], [[Philo]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[vergeblich]] [[arbeitend]], sich [[anstrengend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ματαιοπόνον, labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργοπόνος, οφθαλμοπόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.

Middle Liddell

μᾰταιο-πόνος, ον
labouring in vain, Philo.

German (Pape)

vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.