ἀντιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antirrepo
|Transliteration C=antirrepo
|Beta Code=a)ntirre/pw
|Beta Code=a)ntirre/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counterpoise, balance</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>574</span>; τινί <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>4</span>: metaph., <b class="b2">vacillate</b>, ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος <span class="bibl">Ph.2.170</span>, etc.</span>
|Definition=[[counterpoise]], [[balance]], A.''Ag.''574; τινί Hp.''Art.''4: metaph., [[vacillate]], ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170, etc.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀντιρρέπω''': [[ῥέπω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[κάμνω]] τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], νικᾷ τὸ [[κέρδος]], [[πῆμα]] δ’ οὐκ ἀντιρρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 574· τινὶ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782: μεταφ., ἀμφιταλαντεύομαι, ἐπαμφοτερίζων δὲ τὴν γνώμην καὶ [[ὥσπερ]] ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Φίλων 2. 170, κτλ.: πρβλ. [[ἀντίρροπος]].
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hacer contrapeso]], [[compensar]] abs. πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει el dolor no inclina la balanza</i> A.<i>A</i>.571<br /><b class="num">•</b>c. dat. αὐτῷ Hp.<i>Art</i>.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[vacilar]] ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=faire contrepoids.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ῥέπω]].
|btext=[[faire contrepoids]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ῥέπω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>das [[Gleichgewicht]] [[halten]]</i>, νικᾷ τὸ [[κέρδος]], [[πῆμα]] δ' οὐκ ἀντιρρέπει Aesch. <i>Ag</i>. 560. Vgl. [[ἀντίρροπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιρρέπω:''' [[уравновешивать]]: οὐκ ἀ. Aesch. быть легче по весу или меньше.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hacer contrapeso]], [[compensar]] abs. πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει el dolor no inclina la balanza</i> A.<i>A</i>.571<br /><b class="num">•</b>c. dat. αὐτῷ Hp.<i>Art</i>.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[vacilar]] ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170.
|lstext='''ἀντιρρέπω''': [[ῥέπω]] εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]], [[κάμνω]] τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], νικᾷ τὸ [[κέρδος]], [[πῆμα]] δ’ οὐκ ἀντιρρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 574· τινὶ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782: μεταφ., ἀμφιταλαντεύομαι, ἐπαμφοτερίζων δὲ τὴν γνώμην καὶ [[ὥσπερ]] ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Φίλων 2. 170, κτλ.: πρβλ. [[ἀντίρροπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 31:
|lsmtext='''ἀντιρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρέπω]] προς τη μια [[μεριά]], [[αντισταθμίζω]], [[ισοφαρίζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀντιρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ρέπω]] προς τη μια [[μεριά]], [[αντισταθμίζω]], [[ισοφαρίζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀντιρρέπω:''' уравновешивать: οὐκ ἀ. Aesch. быть легче по весу или меньше.
|mdlsjtxt=to [[counterpoise]], [[balance]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιρρέπω Medium diacritics: ἀντιρρέπω Low diacritics: αντιρρέπω Capitals: ΑΝΤΙΡΡΕΠΩ
Transliteration A: antirrépō Transliteration B: antirrepō Transliteration C: antirrepo Beta Code: a)ntirre/pw

English (LSJ)

counterpoise, balance, A.Ag.574; τινί Hp.Art.4: metaph., vacillate, ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170, etc.

Spanish (DGE)

1 hacer contrapeso, compensar abs. πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει el dolor no inclina la balanza A.A.571
c. dat. αὐτῷ Hp.Art.4.
2 fig. vacilar ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος Ph.2.170.

French (Bailly abrégé)

faire contrepoids.
Étymologie: ἀντί, ῥέπω.

German (Pape)

das Gleichgewicht halten, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ' οὐκ ἀντιρρέπει Aesch. Ag. 560. Vgl. ἀντίρροπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρέπω: уравновешивать: οὐκ ἀ. Aesch. быть легче по весу или меньше.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρέπω: ῥέπω εἰς τὸ ἕτερον μέρος, κάμνω τὴν πλάστιγγα νὰ κλίνῃ πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, νικᾷ τὸ κέρδος, πῆμα δ’ οὐκ ἀντιρρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 574· τινὶ Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782: μεταφ., ἀμφιταλαντεύομαι, ἐπαμφοτερίζων δὲ τὴν γνώμην καὶ ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Φίλων 2. 170, κτλ.: πρβλ. ἀντίρροπος.

Greek Monolingual

ἀντιρρέπω (Α)
1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος
2. ισορροπώ.

Greek Monotonic

ἀντιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω προς τη μια μεριά, αντισταθμίζω, ισοφαρίζω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to counterpoise, balance, Aesch.