σχετέος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=scheteos | |Transliteration C=scheteos | ||
|Beta Code=sxete/os | |Beta Code=sxete/os | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[what ought to be stopped]], <b class="b3">σχετέα δρᾶν</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[σχέτλια]], Hp.''Mul.''2.133. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρεπής]] («σχετέα | |mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απρεπής]] («σχετέα δρᾶν», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέση]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[απορριπτέος]]). Το ρηματ. επίθ. έχει διατηρήσει την αρχική σημ. της ρίζας του <i>έχω</i> <i>segh</i>- «[[κρατώ]] [[στερεά]], [[νικώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, what ought to be stopped, σχετέα δρᾶν, v.l. for σχέτλια, Hp.Mul.2.133.
Greek (Liddell-Scott)
σχετέος: -α, -ον, ὃν πρέπει νὰ σταματήσῃ τις, σχετέα δρῶ, δηλ. φέρομαι ἀπρεπῶς, Ἱππ. 648. 25· ὁ Schneid. εὐλόγως προτείνει σχέτλια.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
1. αυτός ο οποίος πρέπει να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί
2. (κατ' επέκτ.) απρεπής («σχετέα δρᾶν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση) + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. απορριπτέος). Το ρηματ. επίθ. έχει διατηρήσει την αρχική σημ. της ρίζας του έχω segh- «κρατώ στερεά, νικώ»].