μεγαλοπράγμων: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalopragmon | |Transliteration C=megalopragmon | ||
|Beta Code=megalopra/gmwn | |Beta Code=megalopra/gmwn | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλοπράγμον, gen. ονος, [[disposed to do great deeds]], [[forming great designs]], X.''HG''5.2.36, Plu.''Ages.'' 32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλοπράγμον, gen. ονος, disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.
German (Pape)
[Seite 107] ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυπράγμων].
Greek Monotonic
μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.
Middle Liddell
μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.