ὑπολαμπής: Difference between revisions

From LSJ
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypolampis
|Transliteration C=ypolampis
|Beta Code=u(polamph/s
|Beta Code=u(polamph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shining with inferior lustre</b>, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>142</span>.</span>
|Definition=ὑπολαμπές, [[shining with inferior lustre]], σάκος.. ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.''Sc.''142.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui jette une faible lueur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολάμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολαμπής:''' [[отсвечивающий]] (ἠλέκτρῳ Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''ὑπολαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, [[σάκος]]... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λάμπει αμυδρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), [[πρβλ]]. [[περιλαμπής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολαμπής:''' -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, [[λάμψη]], σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-[[λαμπής]], ές<br />[[shining]] with [[inferior]] [[lustre]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμπής Medium diacritics: ὑπολαμπής Low diacritics: υπολαμπής Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: hypolampḗs Transliteration B: hypolampēs Transliteration C: ypolampis Beta Code: u(polamph/s

English (LSJ)

ὑπολαμπές, shining with inferior lustre, σάκος.. ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολαμπής: отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περιλαμπής].

Greek Monotonic

ὑπολαμπής: -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, λάμψη, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑπο-λαμπής, ές
shining with inferior lustre, Hes.