μισθαρνικός: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mistharnikos | |Transliteration C=mistharnikos | ||
|Beta Code=misqarniko/s | |Beta Code=misqarniko/s | ||
|Definition= | |Definition=μισθαρνική, μισθαρνικόν, of or for [[hired work]], [[mercenary]], [[ἐργασίαι]], [[τέχναι]], ib.1337b13, ''EE''1215a31. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d'homme à gages, de mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | |btext=ή, όν :<br />[[d'homme à gages]], [[de mercenaire]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθαρνικός:''' [[выполняемый по найму]], [[наемный]] (ἐργκσίαι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μισθαρνικός]], ή, όν [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]], Arist. | |mdlsjtxt=[[μισθαρνικός]], ή, όν [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
μισθαρνική, μισθαρνικόν, of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.
German (Pape)
[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.
Russian (Dvoretsky)
μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).
Greek Monotonic
μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.