ἀπόλυμα: Difference between revisions
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
(big3_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apolyma | |Transliteration C=apolyma | ||
|Beta Code=a)po/luma | |Beta Code=a)po/luma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[filth]], Harp.s.v. [[ὀξυθυμία]]: in plural, [[fragments of tissue]], Heliod. ap. Orib.44.10.13, Gal.19.422. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[basura]] Did.<i>Fr.Lex</i>.5.15.<br /><b class="num">2</b> medic. plu. [[fragmentos de tejidos orgánicos]] ἀπολύματα ... ἐμφερόμενα τῷ ὑγρῷ Heliod. en Orib.44.7.13, evacuados en la disentería, Gal.19.422<br /><b class="num">•</b>en gener. [[excrementos]] Gal.14.470.<br /><b class="num">3</b> [[ἀπόλυμα]]· [[δαίμων]] ἢ θυσία, ζῶντες ἄνθρακες Hsch.α 6421. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόλῡμα''': -ατος, τό, [[ἀκαθαρσία]], «[[κάθαρμα]]», Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ὀξυθύμια]], τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, [[ἀπόκριμα]], τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα». | |lstext='''ἀπόλῡμα''': -ατος, τό, [[ἀκαθαρσία]], «[[κάθαρμα]]», Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ὀξυθύμια]], τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, [[ἀπόκριμα]], τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=το (Α [[ἀπόλυμα]])<br /><b>1.</b> το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο ([[απόλυμα]] των μαθητών, των ζωντανών, του νερού <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[τέλος]] της θείας λειτουργίας<br /><b>3.</b> η [[έξοδος]] του σμήνους των [[μελισσών]] από την [[κυψέλη]] και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο [[σμήνος]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[τμήμα]] οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό<br /><b>5.</b> «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο [[γείσο]] του σπιτιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> [[απόκριμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, filth, Harp.s.v. ὀξυθυμία: in plural, fragments of tissue, Heliod. ap. Orib.44.10.13, Gal.19.422.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 basura Did.Fr.Lex.5.15.
2 medic. plu. fragmentos de tejidos orgánicos ἀπολύματα ... ἐμφερόμενα τῷ ὑγρῷ Heliod. en Orib.44.7.13, evacuados en la disentería, Gal.19.422
•en gener. excrementos Gal.14.470.
3 ἀπόλυμα· δαίμων ἢ θυσία, ζῶντες ἄνθρακες Hsch.α 6421.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλῡμα: -ατος, τό, ἀκαθαρσία, «κάθαρμα», Ἁρποκρ. ἐν λέξει ὀξυθύμια, τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, ἀπόκριμα, τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα».
Greek Monolingual
το (Α ἀπόλυμα)
1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.)
2. το τέλος της θείας λειτουργίας
3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος
4. ιατρ. τμήμα οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό
5. «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο γείσο του σπιτιού
αρχ.
1. ακαθαρσία
2. απόκριμα.