σταλαγμιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stalagmiaios
|Transliteration C=stalagmiaios
|Beta Code=stalagmiai=os
|Beta Code=stalagmiai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[as measured by the water-clock]], ὥρα Paul.Al.<span class="title">K.</span>4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας <span class="bibl">Vett.Val.274.2</span>.</span>
|Definition=α, ον, [[as measured by the water-clock]], ὥρα Paul.Al.''K.''4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που μετρείται με υδραυλικό [[χρονόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταλαγμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταγον</i>-<i>ιαῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που μετρείται με υδραυλικό [[χρονόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταλαγμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[σταγονιαῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμιαῖος Medium diacritics: σταλαγμιαῖος Low diacritics: σταλαγμιαίος Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stalagmiaîos Transliteration B: stalagmiaios Transliteration C: stalagmiaios Beta Code: stalagmiai=os

English (LSJ)

α, ον, as measured by the water-clock, ὥρα Paul.Al.K.4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.

German (Pape)

[Seite 928] tropfenweis, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγονιαῖος)].