ἄφολκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(big3_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afolkos
|Transliteration C=afolkos
|Beta Code=a)/folkos
|Beta Code=a)/folkos
|Definition=ον, (ὁλκή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not having weight</b>, <b class="b3">δραχμῇ ἀφολκότερον</b> <b class="b2">too light</b> by a drachm, <span class="bibl">Str.15.3.22</span>.</span>
|Definition=ἄφολκον, ([[ὁλκή]]) [[not having weight]], <b class="b3">δραχμῇ ἀφολκότερον</b> [[too light]] by a drachm, Str.15.3.22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no pesa]] ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
|lstext='''ἄφολκος''': -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br />[[que no pesa]] ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.
|mltxt=[[ἄφολκος]], -ον (Α)<br />[[λιποβαρής]], [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ολκός]], <i>ο</i> («[[μηχανή]] με την οποία σύρονταν πλοία στην [[ξηρά]], [[κυματισμός]], [[βάρος]]») <span style="color: red;"><</span> [[έλκω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφολκος Medium diacritics: ἄφολκος Low diacritics: άφολκος Capitals: ΑΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: ápholkos Transliteration B: apholkos Transliteration C: afolkos Beta Code: a)/folkos

English (LSJ)

ἄφολκον, (ὁλκή) not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no pesa ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.

German (Pape)

[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.

Greek Monolingual

ἄφολκος, -ον (Α)
λιποβαρής, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ολκός, ομηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω].