φιλόκαινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filokainos
|Transliteration C=filokainos
|Beta Code=filo/kainos
|Beta Code=filo/kainos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loving novelty</b> or <b class="b2">innovation</b>, Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. <span class="bibl">D.H. 15.6(7)</span>, <span class="bibl">Ph.2.115</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>24</span>.</span>
|Definition=φιλόκαινον, [[loving novelty]] or [[innovation]], Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.''Icar.''24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καινός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόκαινος:''' [[любящий новизну]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόκαινος''': -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.
|lstext='''φῐλόκαινος''': -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l’amour de la nouveauté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[καινός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[καθετί]] το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις καινοτομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]], [[καινούργιος]]»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει [[καθετί]] το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκαινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις καινοτομίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καινός]] «[[νέος]], [[καινούργιος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόκαινος:''' -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· <i>τὸ φιλόκαινον</i>, [[αγάπη]] για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλό-καινος, ον,<br />[[loving]] [[novelty]] or [[innovation]]: τὸ φιλόκαινον [[love]] of [[novelty]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκαινος Medium diacritics: φιλόκαινος Low diacritics: φιλόκαινος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΙΝΟΣ
Transliteration A: philókainos Transliteration B: philokainos Transliteration C: filokainos Beta Code: filo/kainos

English (LSJ)

φιλόκαινον, loving novelty or innovation, Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.Icar.24.

German (Pape)

[Seite 1280] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l'amour de la nouveauté.
Étymologie: φίλος, καινός.

Russian (Dvoretsky)

φιλόκαινος: любящий новизну Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκαινος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινον
η αγάπη για τις καινοτομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καινός «νέος, καινούργιος»].

Greek Monotonic

φῐλόκαινος: -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· τὸ φιλόκαινον, αγάπη για νεωτερισμούς, σε Λουκ.

Middle Liddell

φῐλό-καινος, ον,
loving novelty or innovation: τὸ φιλόκαινον love of novelty, Luc.