τροχερός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trocheros
|Transliteration C=trocheros
|Beta Code=troxero/s
|Beta Code=troxero/s
|Definition=ά, όν, (τροχός) [[running]], [[tripping]], τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1409a1</span>; cf. [[τροχαῖος]] ''ΙΙ''.
|Definition=ά, όν, ([[τροχός]]) [[running]], [[tripping]], τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.''Rh.''1409a1; cf. [[τροχαῖος]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τροχάζει, που τρέχει<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γοργός]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τροχάζει, που τρέχει<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γοργός]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[τρυφερός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχερός Medium diacritics: τροχερός Low diacritics: τροχερός Capitals: ΤΡΟΧΕΡΟΣ
Transliteration A: trocherós Transliteration B: trocheros Transliteration C: trocheros Beta Code: troxero/s

English (LSJ)

ά, όν, (τροχός) running, tripping, τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.Rh.1409a1; cf. τροχαῖος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courant, coulant.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.

German (Pape)

schnell, umlaufend, ῥυθμός, Arist. rhet. 3.8.

Russian (Dvoretsky)

τροχερός: беглый, быстрый (ῥυθμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχερός: -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. τροχαῖος ΙΙ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει
2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

τροχερός: -ά, -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.

Middle Liddell

τροχερός, ή, όν τροχός
running, tripping, Arist.