ἐριαχθής: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eriachthis
|Transliteration C=eriachthis
|Beta Code=e)riaxqh/s
|Beta Code=e)riaxqh/s
|Definition=ές, (ἔριον, ἄχθος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">laden with wool, woolly</b>, or (ἐρι-, ἄχθος) <b class="b2">heavy-laden</b>, ποίμνη <span class="bibl">Max.520</span>.</span>
|Definition=ἐριαχθές, ([[ἔριον]], [[ἄχθος]]) [[laden with wool]], [[woolly]], or (ἐρι-, ἄχθος) [[heavy-laden]], ποίμνη Max.520.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριαχθής''': -ές, ([[ἔριον]], [[ἄχθος]]) φέρων [[ἄχθος]] ἐρίου, μαλλοῦ, [[βαθύμαλλος]], ἢ (ἐρι-, [[ἄχθος]]) [[λίαν]] βεβαρημένος, [[ποίμνη]] Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.
|lstext='''ἐριαχθής''': -ές, ([[ἔριον]], [[ἄχθος]]) φέρων [[ἄχθος]] ἐρίου, μαλλοῦ, [[βαθύμαλλος]], ἢ (ἐρι-, [[ἄχθος]]) [[λίαν]] βεβαρημένος, [[ποίμνη]] Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαρύ]] έριον, ο [[βαθύμαλλος]] ή ο πολύ βεβαρημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) ή <i>έριον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριαχθής Medium diacritics: ἐριαχθής Low diacritics: εριαχθής Capitals: ΕΡΙΑΧΘΗΣ
Transliteration A: eriachthḗs Transliteration B: eriachthēs Transliteration C: eriachthis Beta Code: e)riaxqh/s

English (LSJ)

ἐριαχθές, (ἔριον, ἄχθος) laden with wool, woolly, or (ἐρι-, ἄχθος) heavy-laden, ποίμνη Max.520.

German (Pape)

[Seite 1027] ές, sehr belastet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριαχθής: -ές, (ἔριον, ἄχθος) φέρων ἄχθος ἐρίου, μαλλοῦ, βαθύμαλλος, ἢ (ἐρι-, ἄχθος) λίαν βεβαρημένος, ποίμνη Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.

Greek Monolingual

ἐριαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) ή έριον + -αχθής (< άχθος)].