ἀσύνακτος: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asynaktos
|Transliteration C=asynaktos
|Beta Code=a)su/naktos
|Beta Code=a)su/naktos
|Definition=ον, [[incompatible]], [[incoherent]], [[illogical]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>14</span>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>44</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.137</span>.
|Definition=ἀσύνακτον, [[incompatible]], [[incoherent]], [[illogical]], Phld.''Sign.''14, Epict.''Ench.''44, S.E.''P.''2.137.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύνακτος Medium diacritics: ἀσύνακτος Low diacritics: ασύνακτος Capitals: ΑΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asýnaktos Transliteration B: asynaktos Transliteration C: asynaktos Beta Code: a)su/naktos

English (LSJ)

ἀσύνακτον, incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.

Spanish (DGE)

-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.

German (Pape)

[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.

Greek Monolingual

και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.