ἀντιφατικός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antifatikos
|Transliteration C=antifatikos
|Beta Code=a)ntifatiko/s
|Beta Code=a)ntifatiko/s
|Definition=ή, όν, in Logic, [[contradictory]], only in Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Int.</span>17b17</span>, <span class="bibl">22a34</span>.
|Definition=ἀντιφατική, ἀντιφατικόν, in Logic, [[contradictory]], only in Adv. [[ἀντιφατικῶς]] Arist.''Int.''17b17, 22a34.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφᾰτικός Medium diacritics: ἀντιφατικός Low diacritics: αντιφατικός Capitals: ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antiphatikós Transliteration B: antiphatikos Transliteration C: antifatikos Beta Code: a)ntifatiko/s

English (LSJ)

ἀντιφατική, ἀντιφατικόν, in Logic, contradictory, only in Adv. ἀντιφατικῶς Arist.Int.17b17, 22a34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
lóg.
1 contradictorio de proposiciones, Alex.Aphr.in Top.580.16.
2 adv. -ῶς de forma contradictoria Arist.Int.17b17, 22a34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφᾰτικός: -ή, -όν, ἐν τῇ λογικῇ ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. π. Ἑρμ. 7. 6, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 7, 6 καὶ 13, κ. ἀλλ.: πρβλ. ἀντίκειμαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντιφατικός, -ή, -όν) αντιφάσκω
1. αυτός που περιέχει αντίφαση
2. «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.

German (Pape)

widersprechend, λόγος Arist.