κερκέτης: Difference between revisions
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerketis | |Transliteration C=kerketis | ||
|Beta Code=kerke/ths | |Beta Code=kerke/ths | ||
|Definition= | |Definition=κερκέτου, ὁ, [[weight used to steady a ship under sail]], Paus.Gr.''Fr.'' 118, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερκέτης''': -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον [[ὅπως]] κρατῇ ἰσόρροπον τὸ [[πλοῖον]] κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ [[δελφὶς]] ὁ καλούμενος [[κερκέτης]] ἔστι [[μηχάνημα]] σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς [[ὅταν]] ᾖ [[ἄνεμος]] πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν [[πηδάλιον]]. ἀπὸ τῶν εὑρόντων». | |lstext='''κερκέτης''': -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον [[ὅπως]] κρατῇ ἰσόρροπον τὸ [[πλοῖον]] κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ [[δελφὶς]] ὁ καλούμενος [[κερκέτης]] ἔστι [[μηχάνημα]] σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς [[ὅταν]] ᾖ [[ἄνεμος]] πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν [[πηδάλιον]]. ἀπὸ τῶν εὑρόντων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κερκέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ναυτ.) [[είδος]] μικρής άστυπης άγκυρας με [[τρεις]] όνυχες που χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε λέμβους, για [[αγκυροβολία]] ή και για [[ανάσυρση]] αντικειμένων από τον βυθό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάρος]] που κρεμούσαν στην προσήνεμη [[πλευρά]] του πλοίου, όταν φυσούσε [[σφοδρός]] [[άνεμος]], για να μετριάζεται η [[κλίση]] του πλοίου<br /><b>2.</b> μικρό [[πηδάλιο]], από την ονομ. του ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι το επινόησαν και το χρησιμοποιούσαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κέρκος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
κερκέτου, ὁ, weight used to steady a ship under sail, Paus.Gr.Fr. 118, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερκέτης: -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον ὅπως κρατῇ ἰσόρροπον τὸ πλοῖον κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ δελφὶς ὁ καλούμενος κερκέτης ἔστι μηχάνημα σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς ὅταν ᾖ ἄνεμος πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν πηδάλιον. ἀπὸ τῶν εὑρόντων».
Greek Monolingual
ο (Α κερκέτης)
νεοελλ.
ναυτ.) είδος μικρής άστυπης άγκυρας με τρεις όνυχες που χρησιμοποιείται συνήθως σε λέμβους, για αγκυροβολία ή και για ανάσυρση αντικειμένων από τον βυθό
αρχ.
1. βάρος που κρεμούσαν στην προσήνεμη πλευρά του πλοίου, όταν φυσούσε σφοδρός άνεμος, για να μετριάζεται η κλίση του πλοίου
2. μικρό πηδάλιο, από την ονομ. του ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι το επινόησαν και το χρησιμοποιούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κέρκος.