συναρμοστής: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synarmostis
|Transliteration C=synarmostis
|Beta Code=sunarmosth/s
|Beta Code=sunarmosth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who fits together</b>, λίθων <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>2</span>; <b class="b3">σ. ὁ θεός</b> Theo Sm.<span class="bibl">p.12</span> H.</span>
|Definition=συναρμοστοῦ, ὁ, [[one who fits together]], λίθων Luc.''Somn.''2; <b class="b3">σ. ὁ θεός</b> Theo Sm.p.12 H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des [[ἁρμοστής]], der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1004.png Seite 1004]] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des [[ἁρμοστής]], der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συναρμοστής''': -οῦ, , ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν [[εἶναι]] καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ [[ἁρμοστής]], βοηθὸς [[αὐτοῦ]], συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.
|btext=οῦ () :<br /><b>1</b> [[celui qui ajuste]] <i>ou</i> arrange;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gouverneur adjoint.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=οῦ () :<br /><b>1</b> celui qui ajuste <i>ou</i> arrange;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> gouverneur adjoint.<br />'''Étymologie:''' [[συναρμόζω]].
|elnltext=συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] [[samenvoeger]], [[samensteller]].
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[συναρμόζω]]<br />αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό [[σύνολο]], [[συναρμολογητής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συμφιλιωτής]] αντιπάλων<br /><b>αρχ.</b><br />α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε [[νομοθεσία]], [[νομοθέτης]]<br />β) [[βοηθός]] κυβερνήτη, [[συγκυβερνήτης]].
|elrutext='''συναρμοστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пригоняющий друг к другу камни или каменотес]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[сингармост]], [[помощник гармоста]] (правителя) Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναρμοστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, <i>λίθων</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκυβερνήτης]], στον ίδ.
|lsmtext='''συναρμοστής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, <i>λίθων</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συγκυβερνήτης]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''συναρμοστής''': -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν [[εἶναι]] καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ [[ἁρμοστής]], βοηθὸς [[αὐτοῦ]], συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> one who fits [[together]], λίθων Luc.<br /><b class="num">II.</b> a [[joint]]-[[governor]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμοστής Medium diacritics: συναρμοστής Low diacritics: συναρμοστής Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΣΤΗΣ
Transliteration A: synarmostḗs Transliteration B: synarmostēs Transliteration C: synarmostis Beta Code: sunarmosth/s

English (LSJ)

συναρμοστοῦ, ὁ, one who fits together, λίθων Luc.Somn.2; σ. ὁ θεός Theo Sm.p.12 H.

German (Pape)

[Seite 1004] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des ἁρμοστής, der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui ajuste ou arrange;
2 fig. gouverneur adjoint.
Étymologie: συναρμόζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρμοστής -οῦ, ὁ [συναρμόζω] samenvoeger, samensteller.

Russian (Dvoretsky)

συναρμοστής: οῦ ὁ
1 пригоняющий друг к другу камни или каменотес Luc.;
2 сингармост, помощник гармоста (правителя) Luc.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.

Greek Monotonic

συναρμοστής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, λίθων, σε Λουκ.
II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἁρμοστής, βοηθὸς αὐτοῦ, συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.

Middle Liddell

συν-αρμοστής, οῦ, ὁ,
I. one who fits together, λίθων Luc.
II. a joint-governor, Luc.