ἀνθρακευτός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthrakeftos | |Transliteration C=anthrakeftos | ||
|Beta Code=a)nqrakeuto/s | |Beta Code=a)nqrakeuto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνθρακευτή, ἀνθρακευτόν, [[which can be carbonized]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387b19. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que puede ser carbonizado]] de ciertas piedras, Arist.<i>Mete</i>.387<sup>b</sup>19. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρᾰκευτός:''' [[обугленный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρᾰκευτός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ [[φλογιστός]], τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31. | |lstext='''ἀνθρᾰκευτός''': -ή, -όν, ὁ [[κατάλληλος]] ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ [[φλογιστός]], τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθρακευτός]], -ή, -όν (Α) αυτός που με [[καύση]] μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνθρακευτή, ἀνθρακευτόν, which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que puede ser carbonizado de ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.
German (Pape)
[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.
Greek Monolingual
ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.