διαλιμπάνω: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dialimpano | |Transliteration C=dialimpano | ||
|Beta Code=dialimpa/nw | |Beta Code=dialimpa/nw | ||
|Definition=< | |Definition== [[διαλείπω]], [[intermit]], Gal.17(1).220, Mich.''in EN''560.1, [[varia lectio|v.l.]] in ''Act.Ap.''8.24. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dejar un intervalo]] ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia</i> Hp.<i>Int</i>.48, <i>Dieb.Iudic</i>.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12<br /><b class="num">•</b>fig. [[dejar descansar]], [[dar tregua]] μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.<i>LC</i> 16 (p.248).<br /><b class="num">2</b> de actividades [[cesar]] c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar</i> [[LXX]] <i>To</i>.10.7, οὐ [[διαλιμπάνω]] κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' [[ἐμαυτοῦ]] πάντα πληρῶν οὐ [[διαλιμπάνω]] Eus. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.77c.6, cf. Eus.<i>Is</i>.18.7, Mich.<i>in EN</i> 560.1.<br /><b class="num">3</b> [[apartarse]], [[alejarse]] (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.437A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλιμπάνω''': [[διαλείπω]], [[παρεμπίπτω]] [[μεταξύ]], ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7). | |lstext='''διαλιμπάνω''': [[διαλείπω]], [[παρεμπίπτω]] [[μεταξύ]], ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαλιμπάνω]] (AM) [[λιμπάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαλείπω]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]. | |mltxt=[[διαλιμπάνω]] (AM) [[λιμπάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαλείπω]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-λιμπάνω onderbreken. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
= διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
Spanish (DGE)
1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.
German (Pape)
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).
Greek Monolingual
διαλιμπάνω (AM) λιμπάνω
1. διαλείπω
2. εγκαταλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λιμπάνω onderbreken.