μισόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misodoulos
|Transliteration C=misodoulos
|Beta Code=miso/doulos
|Beta Code=miso/doulos
|Definition=ον, [[hating slaves]]: <b class="b3">ἡ μ. βοτάνη</b>, = [[ὤκιμον]], <span class="title">Gp.</span>11.28.1, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=μισόδουλον, [[hating slaves]]: <b class="b3">ἡ μ. βοτάνη</b>, = [[ὤκιμον]], ''Gp.''11.28.1, ''Glossaria''.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόδουλος Medium diacritics: μισόδουλος Low diacritics: μισόδουλος Capitals: ΜΙΣΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: misódoulos Transliteration B: misodoulos Transliteration C: misodoulos Beta Code: miso/doulos

English (LSJ)

μισόδουλον, hating slaves: ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Gp.11.28.1, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. βοτάνη;
autre nom de la plante ὤκιμον.
Étymologie: μισέω, δοῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόδουλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Γεωπ. 11. 28.

Greek Monolingual

μισόδουλος, ον (ΑΜ)
αυτός που μισεί τους δούλους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον
ονομασία του φυτού ώκιμον, ο βασιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δοῦλος (πρβλ. φιλόδουλος)].