ὀνόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onokolos
|Transliteration C=onokolos
|Beta Code=o)no/kwlos
|Beta Code=o)no/kwlos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀνοσκελίς]], of the hobgoblin Empusa, Sch. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>296</span> :—also ὀνό-κωλις, ἡ, <span class="bibl">Eust.1704.42</span>.</span>
|Definition=ὀνόκωλον, = [[ὀνοσκελίς]], of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.''Ra.''296:—also [[ὀνόκωλις]], ἡ, Eust.1704.42.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0348.png Seite 348]] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.
}}
{{ls
|lstext='''ὀνόκωλος''': -ον, = [[ὀνοσκελίς]], ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· [[ὡσαύτως]] [[ὀνοκώλη]], ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνόκωλος]], -ον, θηλ. και [[ὀνοκώλη]] (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)<br />(ως [[προσωνυμία]] του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]]), [[πρβλ]]. [[αγκυλόκωλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνόκωλος Medium diacritics: ὀνόκωλος Low diacritics: ονόκωλος Capitals: ΟΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: onókōlos Transliteration B: onokōlos Transliteration C: onokolos Beta Code: o)no/kwlos

English (LSJ)

ὀνόκωλον, = ὀνοσκελίς, of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.Ra.296:—also ὀνόκωλις, ἡ, Eust.1704.42.

German (Pape)

[Seite 348] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκωλος: -ον, = ὀνοσκελίς, ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· ὡσαύτως ὀνοκώλη, ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.

Greek Monolingual

ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)
(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλόκωλος].