ἀκάπνιστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akapnistos | |Transliteration C=akapnistos | ||
|Beta Code=a)ka/pnistos | |Beta Code=a)ka/pnistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκάπνιστον, [[unsmoked]], <b class="b3">μέλι ἀ.</b> honey [[taken without smoking the bees]], Str.9.1.23. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀκάπνυσ- <i>Suppl.Mag</i>.97ue.12<br />[[no ahumado]], [[cogido sin necesidad de humo]] μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas)</i>, Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) <i>Suppl.Mag</i>.l.c., κερὶν (<i>sic</i>) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον <i>An.Athen</i>.1.77.8. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400. | |lstext='''ἀκάπνιστος''': -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, [[μέλι]] ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[recogido sin producir humo]] κηρίον ἀκάπνιστον λάβε καὶ ποίησον ἀνδριάντα <b class="b3">toma cera que no produce humo y haz una figura</b> SM 97ue 13 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκάπνιστον, unsmoked, μέλι ἀ. honey taken without smoking the bees, Str.9.1.23.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἀκάπνυσ- Suppl.Mag.97ue.12
no ahumado, cogido sin necesidad de humo μέλι ἀκάπνιστον miel obtenida sin ahumar (las colmenas), Str.9.1.23, cf. Aët.15.15 (p.69), κυρύον (l. κηρίον) Suppl.Mag.l.c., κερὶν (sic) παρθένον ἢγουν ἀκάπνιστον An.Athen.1.77.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάπνιστος: -ον, ὁ μὴ καπνισθείς, μέλι ἀκ., δ ἔλαβέ τις χωρὶς νὰ καπνίσῃ τὰς μελίσσας, Στράβ. 400.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάπνιστος, -ον) καπνίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς
«τοίχος ακάπνιστος»
2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός
3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει κανείς ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει γιατί είναι κακή ή ποιότητα τους
4. (για φαγητό) αυτό που δεν έχει πάρει μυρωδιά και γεύση από καπνό
5. (για μέταλλο) «ακάπνιστο ασήμι» — το απύρωτο
6. μτφ. ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος, εκείνος που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο κεφάλι»
7. ενεργ. όποιος δεν βγάζει καπνό
«ακάπνιστο σπίτι» — που δεν βγάζει καπνό το τζάκι του ή γιατί είναι καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή γιατί είναι τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν ούτε φωτιά ν' ανάψουν
αρχ.
αυτός που δεν έχει υποστεί την επήρεια του καπνού για μέλι εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν χωρίς να καπνίσουν το μελίσσι (Στράβ. 400 a).
Léxico de magia
-ον recogido sin producir humo κηρίον ἀκάπνιστον λάβε καὶ ποίησον ἀνδριάντα toma cera que no produce humo y haz una figura SM 97ue 13