ἀναρίτης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaritis | |Transliteration C=anaritis | ||
|Beta Code=a)nari/ths | |Beta Code=a)nari/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀνᾱρίτης) v. [[ἀνηρίτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾱρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. [[νηριτοτρόφος]]. - «[[ζῷον]] κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνᾱρίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[νηρείτης]], Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. [[νηριτοτρόφος]]. - «[[ζῷον]] κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναρίτης]], ο (Α)<br />θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων [[αντί]] [[νηρείτης]], [[νηρίτης]] (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)]. | |mltxt=[[ἀναρίτης]], ο (Α)<br />θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων [[αντί]] [[νηρείτης]], [[νηρίτης]] (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[νηρίτης]] | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀναρίτης''': {anarítēs}<br />'''Etymology''': westgriechisch für [[νηρίτης]] (Magnien MSL 21, 59), s. d.<br />'''Page''' 1,103 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)
Spanish (DGE)
(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.
German (Pape)
[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].
Frisk Etymological English
See also: νηρίτης
Frisk Etymology German
ἀναρίτης: {anarítēs}
Etymology: westgriechisch für νηρίτης (Magnien MSL 21, 59), s. d.
Page 1,103