μικρώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikronymos
|Transliteration C=mikronymos
|Beta Code=mikrw/numos
|Beta Code=mikrw/numos
|Definition=ον, ([[ὄνομα]]) in Comp., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[named by a smaller number]], [[πολύγωνος]] <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span>p.71</span> P.</span>
|Definition=μικρώνυμον, ([[ὄνομα]]) in Comp., [[named by a smaller number]], [[πολύγωνος]] Iamb. ''in Nic.''p.71 P.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρώνῠμος Medium diacritics: μικρώνυμος Low diacritics: μικρώνυμος Capitals: ΜΙΚΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: mikrṓnymos Transliteration B: mikrōnymos Transliteration C: mikronymos Beta Code: mikrw/numos

English (LSJ)

μικρώνυμον, (ὄνομα) in Comp., named by a smaller number, πολύγωνος Iamb. in Nic.p.71 P.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Namen, Iambl. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων μικρὸν ὄνομα, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.

Greek Monolingual

μικρώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. του ὄνομα), πρβλ. μεγαλώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].