ἄλεκτος: Difference between revisions
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alektos | |Transliteration C=alektos | ||
|Beta Code=a)/lektos | |Beta Code=a)/lektos | ||
|Definition= | |Definition=ἄλεκτον, [[not to be told]], [[indescribable]], Hp.''Ep.''13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.''Hann.''40. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄλεκτον, not to be told, indescribable, Hp.Ep.13, Pherecr.157, Plb.30.22.12, App.Hann.40.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
•neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.
2 indivisible Hsch.
II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.
German (Pape)
[Seite 92] unaussprechlich, Pherecrat. B. A. 330; Pol. 30, 13, 12 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἄλεκτος: λέγω III] невыразимый, неописуемый Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλεκτος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, ἄρρητος, Φερεκρ. Ἄδηλ. 20, Πολύβ. 30, 13.12, κτλ.
Greek Monolingual
και άλεχτος, -η, -ο (Α ἄλεκτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, ανείπωτος, απερίγραπτος
νεοελλ.
αυτός που δεν λέχθηκε, δεν ειπώθηκε ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λεκτὸς < λέγω.