εὐμετάπειστος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmetapeistos | |Transliteration C=evmetapeistos | ||
|Beta Code=eu)meta/peistos | |Beta Code=eu)meta/peistos | ||
|Definition=[[easy to persuade]], | |Definition=[[easy to persuade]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1151b6, Them.''Or.''7.98b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Gegensatz δύσπειστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.