εὐπεριαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efperiairetos
|Transliteration C=efperiairetos
|Beta Code=eu)periai/retos
|Beta Code=eu)periai/retos
|Definition=ον, [[easily stripped off]], φλοιός <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.1</span>.
|Definition=εὐπεριαίρετον, [[easily stripped off]], φλοιός [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.1.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπεριαίρετος Medium diacritics: εὐπεριαίρετος Low diacritics: ευπεριαίρετος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: euperiaíretos Transliteration B: euperiairetos Transliteration C: efperiairetos Beta Code: eu)periai/retos

English (LSJ)

εὐπεριαίρετον, easily stripped off, φλοιός Thphr. HP 5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπεριαίρετος: -ον, εὐκόλως ἀφαιρούμενος, τότε γὰρ εὐπεριαίρετος ὁ φλοιὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1· πρβλ. δυσπεριαίρετος αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὐπεριαίρετος, -ον (Α)
(για φλοιό) αυτός που αφαιρείται γύρω γύρω εύκολα, που ξεφλουδίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-αιρετός (< περι-αιρώ)].

German (Pape)

leicht ringsum wegzunehmen, φλοιός, Theophr.