νυκτιλόχος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktilochos | |Transliteration C=nyktilochos | ||
|Beta Code=nuktilo/xos | |Beta Code=nuktilo/xos | ||
|Definition= | |Definition=νυκτιλόχον, [[lying in wait by night]], Theognost.''Can.''84, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
νυκτιλόχον, lying in wait by night, Theognost.Can.84, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλόχος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, λῃστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νυκτιλόχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» — η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμολόχος)].
German (Pape)
bei Nacht auflauernd, Sp.; Vetera Lexica erkl. λῃστής.