λῄσταρχος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=listarchos
|Transliteration C=listarchos
|Beta Code=lh/|starxos
|Beta Code=lh/|starxos
|Definition=ὁ, = [[λῃστάρχης]], <span class="bibl">D.S.33.1</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>68</span>, <span class="bibl">Polyaen.4.9.3</span>, Wilcken <span class="title">Chr.</span>20 iv 8 (ii A.D.).
|Definition=ὁ, = [[λῃστάρχης]], D.S.33.1, App.''Hisp.''68, Polyaen.4.9.3, Wilcken ''Chr.''20 iv 8 (ii A.D.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄσταρχος Medium diacritics: λῄσταρχος Low diacritics: λήσταρχος Capitals: ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: lḗistarchos Transliteration B: lēstarchos Transliteration C: listarchos Beta Code: lh/|starxos

English (LSJ)

ὁ, = λῃστάρχης, D.S.33.1, App.Hisp.68, Polyaen.4.9.3, Wilcken Chr.20 iv 8 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

λῄσταρχος: ὁ, = λῃστάρχης, Πολύαιν. 4. 9, 3, Κλήμ. Ἀλ. 959.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα)
αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῖς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.)
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμαρχος, ίππαρχος].

German (Pape)

ὁ, Räuberanführer, Räuberhauptmann, Polyaen. 4.9.3.