παράτυπος: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratypos | |Transliteration C=paratypos | ||
|Beta Code=para/tupos | |Beta Code=para/tupos | ||
|Definition= | |Definition=παράτυπον, [[counterfeit]], [[νομίσματα]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''516, cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 1411.12 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=παρατυπωμένος, παραχαραγμένος, [[κίβδηλος]]). Ἀπό τό [[παρά]] + [[τύπος]] τοῦ [[τύπτω]] (=[[χτυπῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[παρατυπωμένος]], [[παραχαραγμένος]], [[κίβδηλος]]). Ἀπό τό [[παρά]] + [[τύπος]] τοῦ [[τύπτω]] (=[[χτυπῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
παράτυπον, counterfeit, νομίσματα Sch.Ar.Ach.516, cf. POxy. 1411.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 505] verschlagen, verfälscht, Schol. Ar. Ach. 516.
Greek (Liddell-Scott)
παράτῠπος: -ον, παράσημος Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1115.- Ρῆμα παρατῠπόομαι, ἐν μέσ. σημασίᾳ, Γ΄, 86· - μεταφορ., ἐπὶ παραποιήσεως τῆς πίστεως, ὁ τῆς πίστεως Λόγος παρατετυπωμένος Βασίλ. τ. 1, σ. 854Β.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράτυπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος
αρχ.
παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.).
επίρρ...
παρατύπως ΝΑ, και παράτυπα Ν
κατά τρόπο παράτυπο, παρά τους τύπους, παράνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. αντί-τυπος].
Mantoulidis Etymological
(=παρατυπωμένος, παραχαραγμένος, κίβδηλος). Ἀπό τό παρά + τύπος τοῦ τύπτω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.