προεκλείπω: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proekleipo | |Transliteration C=proekleipo | ||
|Beta Code=proeklei/pw | |Beta Code=proeklei/pw | ||
|Definition= | |Definition=[[fail to assist]], τινα Hp.''Ep.''10:—Pass., to [[be evacuated previously]], J.''AJ''17.10.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9. | |lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εγκαταλείπω]] [[προηγουμένως]] κάποιον, [[αρνούμαι]] να τον βοηθήσω<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προεκλείπομαι</i><br />(για [[πόλη]]) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλείπω]] «[[εγκαταλείπω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.
German (Pape)
[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.
Greek Monolingual
Α
1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τον βοηθήσω
2. παθ. προεκλείπομαι
(για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»].