παυστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pafstir
|Transliteration C=pafstir
|Beta Code=pausth/r
|Beta Code=pausth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who stops</b> or <b class="b2">relieves</b>, νόσου <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1438</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">El.</span>304</span>, <span class="bibl">Alex.240.9</span>.</span>
|Definition=παυστῆρος, ὁ, [[one who stops]] or [[relieves]], νόσου S.''Ph.''1438, cf. ''El.''304, Alex.240.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0538.png Seite 538]] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.
}}
{{ls
|lstext='''παυστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, [[ὕπνος]], βροτείων, ὦ [[κόρη]], παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] [[genezer]].
}}
{{elru
|elrutext='''παυστήρ:''' ῆρος ὁ [[успокоитель]], [[исцелитель]] (νόσου Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που καταπαύει ή διώχνει [[κάτι]], αυτός που ανακουφίζει από [[κάτι]] («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυ</i>- του [[παύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>). Το -<i>σ</i>- του τ. [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το -<i>σ</i>- του αορ. <i>ἔπαυσα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[παύω]])].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που καταπαύει ή διώχνει [[κάτι]], αυτός που ανακουφίζει από [[κάτι]] («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυ</i>- του [[παύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[τιμωρητήρ]]). Το -<i>σ</i>- του τ. [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το -<i>σ</i>- του αορ. <i>ἔπαυσα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[παύω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[παύω]]), [[κάποιος]] που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, <i>νόσου</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''παυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[παύω]]), [[κάποιος]] που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, <i>νόσου</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παυστήρ:''' ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).
|lstext='''παυστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, [[ὕπνος]], βροτείων, ὦ [[κόρη]], παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
|mdlsjtxt=[[παυστήρ]], ῆρος, ὁ, [[παύω]]<br />one who stops, calms, a [[reliever]], νόσου Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήρ Medium diacritics: παυστήρ Low diacritics: παυστήρ Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: paustḗr Transliteration B: paustēr Transliteration C: pafstir Beta Code: pausth/r

English (LSJ)

παυστῆρος, ὁ, one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.

German (Pape)

[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.

Russian (Dvoretsky)

παυστήρ: ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].

Greek Monotonic

παυστήρ: -ῆρος, ὁ (παύω), κάποιος που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, νόσου, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.

Middle Liddell

παυστήρ, ῆρος, ὁ, παύω
one who stops, calms, a reliever, νόσου Soph.