πηλακίζω: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pilakizo | |Transliteration C=pilakizo | ||
|Beta Code=phlaki/zw | |Beta Code=phlaki/zw | ||
|Definition=etym. of | |Definition=etym. of [[προπηλακίζω]], ''EM''669.49, cf. [[πήλαξ]]; also found in ''PSI''5.495.9 (iii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πηλᾰκίζω''': πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[προπηλακίζω]], -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ [[λέξις]] πῆλαξ ὡς [[ῥίζα]]· πρβλ. [[πῆλυξ]], καὶ ἴδε [[προπηλακίζω]], [[προπηλακισμός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] [[λάσπη]], [[πετάω]] [[λάσπη]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πηλακίζω]] που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο <i>Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν</i> [[μάλλον]] επινοήθηκε, όπως και ο τ. [[πήλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο [[σχηματισμός]] του συνθ. <i>προ</i>-[[πηλακίζω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
etym. of προπηλακίζω, EM669.49, cf. πήλαξ; also found in PSI5.495.9 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 610] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ.
Greek (Liddell-Scott)
πηλᾰκίζω: πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προπηλακίζω, -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ λέξις πῆλαξ ὡς ῥίζα· πρβλ. πῆλυξ, καὶ ἴδε προπηλακίζω, προπηλακισμός.
Greek Monolingual
Α
ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα -αξ, -ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του συνθ. προ-πηλακίζω].