σαρκόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sarkofyllos | |Transliteration C=sarkofyllos | ||
|Beta Code=sarko/fullos | |Beta Code=sarko/fullos | ||
|Definition= | |Definition=σαρκόφυλλον, [[with fleshy leaves]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.10.4, 4.6.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
σαρκόφυλλον, with fleshy leaves, Thphr. HP 1.10.4, 4.6.7.
German (Pape)
[Seite 863] mit fleischigen Blättern, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σαρκώδη φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4., 4. 6, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο / σαρκόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σαρκόφυλλος
βοτ. άλλη ονομασία του φυτού ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. τριχόφυλλος].