θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θῠμίτης
|Full diacritics=θῠμῑ́της
|Medium diacritics=θυμίτης
|Medium diacritics=θυμίτης
|Low diacritics=θυμίτης
|Low diacritics=θυμίτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymitis
|Transliteration C=thymitis
|Beta Code=qumi/ths
|Beta Code=qumi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[θύμον]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flavoured with thyme]], ἅλες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1099</span>; οἶνος Dsc.5.49.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[θύμον]]) [[flavour]]ed with [[thyme]], ἅλες [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1099; [[οἶνος]] Dsc.5.49.
}}
{{ls
|lstext='''θῠμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θύμος]]) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος [[μετὰ]] θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· [[οὕτως]], [[αὐτόθι]] 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 59.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]].
}}
{{pape
|ptext=[[οἶνος]], <i>mit [[Thymian]] [[abgezogen]]</i>, Diosc.; [[ἅλες]], <i>Salz mit [[Thymian]] [[abgerieben]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, [[gewöhnliches]] [[Gewürz]] für arme [[Leute]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''θῠμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θύμος]]) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· [[οὕτως]], [[αὐτόθι]] 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 59.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠμί¯της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμῑ́της Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον) flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

German (Pape)

οἶνος, mit Thymian abgezogen, Diosc.; ἅλες, Salz mit Thymian abgerieben, Ar. Ach. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, gewöhnliches Gewürz für arme Leute.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῠμῑ́της, ου, θύμον
flavoured with thyme, Ar.