θυμίτης: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θῠμῑ́της | ||
|Medium diacritics=θυμίτης | |Medium diacritics=θυμίτης | ||
|Low diacritics=θυμίτης | |Low diacritics=θυμίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymitis | |Transliteration C=thymitis | ||
|Beta Code=qumi/ths | |Beta Code=qumi/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[θύμον]]) [[flavour]]ed with [[thyme]], ἅλες [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1099; [[οἶνος]] Dsc.5.49. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[οἶνος]], <i>mit [[Thymian]] [[abgezogen]]</i>, Diosc.; [[ἅλες]], <i>Salz mit [[Thymian]] [[abgerieben]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, [[gewöhnliches]] [[Gewürz]] für arme [[Leute]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θῠμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θύμος]]) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· [[οὕτως]], [[αὐτόθι]] 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 59. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυμίτης]], ὁ (Α) [[θύμον]]<br />ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με [[θυμάρι]] (α. «[[ἅλας]] θυμίτας [[οἶσε]]» — [[φέρε]] [[αλάτι]] ανακατωμένο με [[ρίγανη]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[θυμίτης]] [[οἶνος]]» — [[κρασί]] αρωματισμένο με [[θυμάρι]], <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῠμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[θύμον]]), ανακατεμένος με [[θυμάρι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θῠμῑ́της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (θύμον) flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.
German (Pape)
οἶνος, mit Thymian abgezogen, Diosc.; ἅλες, Salz mit Thymian abgerieben, Ar. Ach. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, gewöhnliches Gewürz für arme Leute.
Russian (Dvoretsky)
θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.
Greek Monolingual
θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).
Greek Monotonic
θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.