λυσιτελούντως: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lysiteloyntos | |Transliteration C=lysiteloyntos | ||
|Beta Code=lusitelou/ntws | |Beta Code=lusitelou/ntws | ||
|Definition=Adv. | |Definition=Adv. [[usefully]], [[profitably]], X.''Oec.''20.21, Pl.''Alc.''2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />[[utilement]].<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>auf nützliche [[Weise]], [[vorteilhaft]]</i>, καὶ [[ὠφελίμως]], Plat. <i>Alc. II</i>, 146c; Xen. <i>Oec</i>. 20.21; τινί, DC. 56.40. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῡσῐτελούντως:''' [[полезно]], [[выгодно]], [[целесообразно]] (λ. καὶ [[ὠφελίμως]] τῇ πόλει Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40. | |lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] | |mltxt=[[λυσιτελούντως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> χρήσιμα, ωφέλιμα («[[λυσιτελούντως]] ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσιτελῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του ρ. <i>λυσιτελῶ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῡσιτελούντως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[λυσιτελέω]], χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν. | |lsmtext='''λῡσιτελούντως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[λυσιτελέω]], χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{WoodhouseAdverbsReversed | {{WoodhouseAdverbsReversed | ||
|woodadr=[[profitably]] | |woodadr=[[profitably]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[usefully]]=== | |||
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπιτηδείως]], [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.
German (Pape)
[ῡ], auf nützliche Weise, vorteilhaft, καὶ ὠφελίμως, Plat. Alc. II, 146c; Xen. Oec. 20.21; τινί, DC. 56.40.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτελούντως: полезно, выгодно, целесообразно (λ. καὶ ὠφελίμως τῇ πόλει Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
Greek Monolingual
λυσιτελούντως (Α)
επίρρ. χρήσιμα, ωφέλιμα («λυσιτελούντως ἑαυτοῖς», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσιτελῶν, -οῦντος, μτχ. του ρ. λυσιτελῶ].
Greek Monotonic
λῡσιτελούντως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του λυσιτελέω, χρήσιμα, ωφέλιμα, επωφελώς, σε Ξεν.
Middle Liddell
part. pres. of λυσιτελέω,]
usefully, profitably, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente