ἀκατάψευστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatapsefstos
|Transliteration C=akatapsefstos
|Beta Code=a)kata/yeustos
|Beta Code=a)kata/yeustos
|Definition=[[not fabulous]], θηρία <span class="bibl">Hdt.4.191</span>; [[not belied]], διάληψις <span class="title">Ath.Mitt.</span>33.380 (Pergam.).
|Definition=[[not fabulous]], θηρία Hdt.4.191; [[not belied]], διάληψις ''Ath.Mitt.''33.380 (Pergam.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάψευστος Medium diacritics: ἀκατάψευστος Low diacritics: ακατάψευστος Capitals: ΑΚΑΤΑΨΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápseustos Transliteration B: akatapseustos Transliteration C: akatapsefstos Beta Code: a)kata/yeustos

English (LSJ)

not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).

Spanish (DGE)

-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: , καταψεύδομαι.

German (Pape)

nicht erlogen, Her. 4.191.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάψευστος: невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴςμυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.

Greek Monolingual

ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.

Greek Monotonic

ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

καταψεύδομαι
not fabulous, Hdt.