λυκορραίστης: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykorraistis
|Transliteration C=lykorraistis
|Beta Code=lukorrai/sths
|Beta Code=lukorrai/sths
|Definition=ου, ὁ, [[wolf-worrier]], λυκορραῖσται κύνες <span class="title">AP</span>7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).
|Definition=λυκορραίστου, ὁ, [[wolf-worrier]], λυκορραῖσται κύνες ''AP''7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tueur de loups.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ῥαίω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[tueur de loups]].<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[ῥαίω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Wolfstöter]]</i>; [[ἀνήρ]], Zon. 4 (VI.106); κύνες, <i>Ep.adesp</i>. 535 VII.44).
}}
{{elru
|elrutext='''λῠκορραίστης:''' ου adj. m растерзывающий волков ([[κύων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠκορραίστης:''' ὁ ([[ῥαίω]]), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.
|lsmtext='''λῠκορραίστης:''' ὁ ([[ῥαίω]]), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῠκορραίστης:''' ου adj. m растерзывающий волков ([[κύων]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκορραίστης Medium diacritics: λυκορραίστης Low diacritics: λυκορραίστης Capitals: ΛΥΚΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: lykorraístēs Transliteration B: lykorraistēs Transliteration C: lykorraistis Beta Code: lukorrai/sths

English (LSJ)

λυκορραίστου, ὁ, wolf-worrier, λυκορραῖσται κύνες AP7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tueur de loups.
Étymologie: λύκος, ῥαίω.

German (Pape)

ὁ, Wolfstöter; ἀνήρ, Zon. 4 (VI.106); κύνες, Ep.adesp. 535 VII.44).

Russian (Dvoretsky)

λῠκορραίστης: ου adj. m растерзывающий волков (κύων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκορραίστης: ὁ, ὁ διαφθείρων, καταστρέφων τοὺς λύκους, κύων Ἀνθ. Π. 7. 44, πρβλ. 6. 106, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

Greek Monolingual

λυκορραίστης, ὁ (Α)
αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῖσται κύνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπορραίστης, βουρραίστης].

Greek Monotonic

λῠκορραίστης: ὁ (ῥαίω), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.