γραμματηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=grammatiforos
|Transliteration C=grammatiforos
|Beta Code=grammathfo/ros
|Beta Code=grammathfo/ros
|Definition=ὁ, [[letter-carrier]], <span class="bibl">D.H.20.4</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>8</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PFlor.</span> 39.6</span> (iv A. D.), etc.
|Definition=ὁ, [[letter-carrier]], D.H.20.4, Plu. ''Galb.''8, al., ''PFlor.'' 39.6 (iv A. D.), etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γραμματηφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] koerier.
|elnltext=[[γραμματηφόρος]] -ου, ὁ [[γράμμα]], [[φέρω]] [[koerier]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτηφόρος Medium diacritics: γραμματηφόρος Low diacritics: γραμματηφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatēphóros Transliteration B: grammatēphoros Transliteration C: grammatiforos Beta Code: grammathfo/ros

English (LSJ)

ὁ, letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.

Spanish (DGE)

v. γραμματοφόρος.

German (Pape)

[Seite 504] VLL., = γραμματοφόρος.

French (Bailly abrégé)

c. γραμματοφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματηφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτηφόρος: Plut. = γραμματοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτηφόρος: ὁ,ὁ φέρων γράμματα, Πλούτ., κτλ., Λοβ. Φρύν.682.

Greek Monolingual

γραμματηφόρος, ο (AM)
ο ταχυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + -φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν -η- του συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)].

Greek Monotonic

γραμμᾰτηφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που κουβαλά τα γράμματα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φέρω
a letter-carrier, Plut.