λάθος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lathos | |Transliteration C=lathos | ||
|Beta Code=la/qos | |Beta Code=la/qos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], εος, τό, [[escape from detection]], εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ Astramps.''Orac.''89p.7H. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, πληθ. και λάθια (AM [[λάθος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τυπογραφικό [[λάθος]]» — [[σφάλμα]] σε έντυπο [[κείμενο]] που οφείλεται σε [[αβλεψία]] του τυπογραφείου, σε [[αντιδιαστολή]] με το [[σφάλμα]] που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. [[παρόραμα]]<br />β) «[[κατά]] [[λάθος]]» ή «εκ λάθους» — [[χωρίς]] να το επιδιώκει [[κάποιος]], εκ παραδρομής, εσφαλμένα<br />γ) «κάνεις [[λάθος]]» ή «έχεις [[λάθος]]» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά<br />δ) «τα λάθη [[είναι]] για τους ανθρώπους» — [[είναι]] [[φυσικό]] στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />[[σφάλμα]], [[πλάνη]], [[αστοχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[μάταια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς [[λάθος]]» — απατώμαι, ξεγελιέμαι<br /><b>αρχ.</b><br />το να διαφεύγει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] την [[προσοχή]] κάποιου («εἰ [[λάθος]] ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[λανθάνω]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />λᾱθος, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[λήθος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, escape from detection, εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ Astramps.Orac.89p.7H.
Greek Monolingual
(I)
το, πληθ. και λάθια (AM λάθος)
νεοελλ.
φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» — σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία του τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα
β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» — χωρίς να το επιδιώκει κάποιος, εκ παραδρομής, εσφαλμένα
γ) «κάνεις λάθος» ή «έχεις λάθος» — απατάσαι, δεν σκέφτεσαι σωστά
δ) «τα λάθη είναι για τους ανθρώπους» — είναι φυσικό στους ανθρώπους να κάνουν σφάλματα
(νεοελλ.-μσν.)
σφάλμα, πλάνη, αστοχία
μσν.
1. (ως επίρρ.) μάταια
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λάθος» — απατώμαι, ξεγελιέμαι
αρχ.
το να διαφεύγει κάποιος ή κάτι την προσοχή κάποιου («εἰ λάθος ἔσται μου τῷ δρασμῷ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. λανθάνω (< θ. λαθ-, πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον)].
(II)
λᾱθος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λήθος.