σακηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakiforos
|Transliteration C=sakiforos
|Beta Code=sakhfo/ros
|Beta Code=sakhfo/ros
|Definition=ὁ,= <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σακκοφόρος ''1'', Διονύσου . . σ. μύσται <span class="title">Supp.Epigr.</span> 4.522 (Ephesus, ii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, = [[σακκοφόρος]] ''1'', Διονύσου.. σ. μύσται ''Supp.Epigr.'' 4.522 (Ephesus, ii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[λάτρης]] θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάκος]] / [[σάκκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Ο τ. [[αντί]] [[σακκοφόρος]], για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰκηφόρος Medium diacritics: σακηφόρος Low diacritics: σακηφόρος Capitals: ΣΑΚΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sakēphóros Transliteration B: sakēphoros Transliteration C: sakiforos Beta Code: sakhfo/ros

English (LSJ)

ὁ, = σακκοφόρος 1, Διονύσου.. σ. μύσται Supp.Epigr. 4.522 (Ephesus, ii A.D.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
λάτρης θεότητας («Διονύσου... σακηφόροι μύσται», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος / σάκκος + -φόρος. Ο τ. αντί σακκοφόρος, για μετρικούς λόγους].