νώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=notisma
|Transliteration C=notisma
|Beta Code=nw/tisma
|Beta Code=nw/tisma
|Definition=ατος, τό, ([[νωτίζω]] II) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which covers the back]], e.g. wings, <span class="title">Trag.Adesp.</span>541.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[νωτίζω]] II) [[that which covers the back]], e.g. wings, ''Trag.Adesp.''541.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[ce qu'on a sur le dos]].<br />'''Étymologie:''' [[νωτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νώτισμα:''' ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νώτισμα''': τό, ([[νωτίζω]]) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.
|lstext='''νώτισμα''': τό, ([[νωτίζω]]) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on a sur le dos.<br />'''Étymologie:''' [[νωτίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νώτισμα:''' -ατος, τό ([[νωτίζω]]), αυτό που καλύπτει την [[πλάτη]], λέγεται για φτερά, σε Ευρ.
|lsmtext='''νώτισμα:''' -ατος, τό ([[νωτίζω]]), αυτό που καλύπτει την [[πλάτη]], λέγεται για φτερά, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νώτισμα:''' ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νώτισμα]], ατος, τό, [[νωτίζω]]<br />that [[which]] covers the [[back]], of wings, Eur.
|mdlsjtxt=[[νώτισμα]], ατος, τό, [[νωτίζω]]<br />that [[which]] covers the [[back]], of wings, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώτισμα Medium diacritics: νώτισμα Low diacritics: νώτισμα Capitals: ΝΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: nṓtisma Transliteration B: nōtisma Transliteration C: notisma Beta Code: nw/tisma

English (LSJ)

-ατος, τό, (νωτίζω II) that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.

German (Pape)

[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu'on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.

Russian (Dvoretsky)

νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.

Greek Monolingual

νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.

Greek Monotonic

νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.

Middle Liddell

νώτισμα, ατος, τό, νωτίζω
that which covers the back, of wings, Eur.