πιαντήριος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piantirios | |Transliteration C=piantirios | ||
|Beta Code=pianthrios | |Beta Code=pianthrios | ||
|Definition=α, ον, [[fattening]]: <b class="b3">τὰ π</b> | |Definition=α, ον, [[fattening]]: <b class="b3">τὰ π.</b> [[fattening food]], Hp.''Loc.Hom.'' 28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, fattening: τὰ π. fattening food, Hp.Loc.Hom. 28.
German (Pape)
[Seite 612] zum Fettmachen, Mästen, Düngen gehörig, geschickt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πῑαντήριος: -α, -ον, ὁ πιαίνων, παχύνων, τὰ πιαντήρια, τροφὴ πιαίνουσα, παχύνουσα, Ἱππ. 418. 26.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια
οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῖς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαντήριος, πλυντήριος)].